- προσχεδίαση
- η, Ν [προσχεδιάζω]προσχεδίασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμελέτη — η, Ν 1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή τής γέφυρας») 2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek